Γράφει η Νατάσα Παπαδοπούλου
Στην καρδιά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που συζητείται έντονα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βρίσκεται η πρόταση για την κατάργηση των Πανελλαδικών Εξετάσεων, ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει ζωηρές συζητήσεις στους εκπαιδευτικούς κύκλους και πέρα από αυτούς. Μια σημαντική εξέλιξη που τροφοδοτεί αυτή τη συζήτηση είναι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα, ένα φαινόμενο που αναμένεται να επαναπροσδιορίσει το τοπίο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εμφάνιση αυτών των ιδρυμάτων φέρνει στο προσκήνιο ερωτήματα σχετικά με την αξία και την αποτελεσματικότητα του παραδοσιακού συστήματος εισαγωγής μέσω των Πανελλαδικών, καθώς και την ανάγκη για πιο ευέλικτες και πολυδιάστατες μεθόδους αξιολόγησης των υποψηφίων φοιτητών.
Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις αποτελούν εδώ και δεκαετίες το κλειδί για την είσοδο των Ελλήνων μαθητών στα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ίδρυμα. Μεταξύ αγωνίας και προσδοκίας, οι μαθητές αφιερώνουν μήνες προετοιμασίας για αυτές τις κρίσιμες εξετάσεις. Ωστόσο, η σημασία και η αξία τους παραμένει θέμα συζήτησης, με επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και κατά της διατήρησής τους ως το κύριο μέσο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια.
Πρώτον, οι Πανελλαδικές Εξετάσεις ενσαρκώνουν τις αξίες της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, εξασφαλίζοντας ότι η είσοδος στα Πανεπιστήμια βασίζεται στην ακαδημαϊκή αριστεία και όχι σε παράγοντες όπως η κοινωνική θέση ή οικονομική ευκατάσταση. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε κάθε μαθητή, ανεξάρτητα από το περιβάλλον του, να διεκδικήσει μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με βάση τις γνώσεις και τις δεξιότητές του. Δεύτερον, η προετοιμασία για τις εξετάσεις αυτές βοηθά τους μαθητές να αναπτύξουν οργανωτικές και μεθοδολογικές δεξιότητες, προάγοντας την αυτοπειθαρχία και την επιμονή, ικανότητες πολύτιμες τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική ζωή.
Από την άλλη πλευρά, η υπερβολική έμφαση στις εξετάσεις αυτές μπορεί να προκαλέσει αυξημένα επίπεδα στρες και άγχους στους μαθητές, με συχνά αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική τους υγεία. Επιπλέον, η εστίαση στην αποστήθιση πληροφοριών ενδέχεται να υποβαθμίζει την κριτική σκέψη και την ικανότητα εφαρμογής της γνώσης σε πραγματικές συνθήκες, περιορίζοντας την πραγματική μάθηση και κατανόηση.
Κοιτάζοντας πέρα από τα ελληνικά σύνορα, βλέπουμε ότι πολλές χώρες έχουν υιοθετήσει πιο ολιστικές προσεγγίσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία και την αξιολόγηση των μαθητών. Συστήματα όπως το SAT στις ΗΠΑ ή τα A-Levels στο Ηνωμένο Βασίλειο λαμβάνουν υπόψη μια σειρά από παράγοντες, εκτός από τις κλασικές εξετάσεις, προσφέροντας μια πιο σφαιρική αξιολόγηση των δυνατοτήτων κάθε μαθητή.
Η πιθανή κατάργηση των Πανελλαδικών Εξετάσεων εγείρει σημαντικά ζητήματα για το μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης: Πώς θα διασφαλιστεί η αξιοκρατία στην επιλογή των φοιτητών; Μπορεί η Ελλάδα να ακολουθήσει τα βήματα άλλων χωρών που έχουν εφαρμόσει πιο σύνθετα συστήματα αξιολόγησης; Και τέλος, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για τους μαθητές, τα σχολεία και την κοινωνία συνολικά; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα απαιτεί μια βαθιά και πολυδιάστατη ανάλυση, που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις ακαδημαϊκές ανάγκες των μαθητών αλλά και τις κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις της εκπαίδευσης.