Γράφει η Νικόλ Φιλιπποπούλου
Στην εφημερίδα «Κοινωνική» έδωσε συνέντευξη η Υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων κι Αθλητισμού, κα. Δόμνα Μιχαηλίδου, μιλώντας, μεταξύ άλλων για τις αναπληρώσεις των κενών των εκπαιδευτικών και για τις λοιπές αλλαγές που σκοπεύει να προάγει, εν όψει της νέα χρονιάς.
Συγκεκριμένα, στην ερώτηση του δημοσιογράφου για το πώς σκοπεύει το υπουργείο να διαχειριστεί τα κενά εκπαιδευτικών που έχουν παρουσιαστεί, ειδικά στην περιοχή του Πειραιά, μετά από καταγγελία της ΕΛΜΕ, η υφυπουργός δήλωσε:
«Κάθε χρόνο, δίνεται στην κυριολεξία μια μάχη με τον χρόνο, για να καλυφθούν έγκαιρα και πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς τα λειτουργικά κενά, στα σχολεία όλων των βαθμίδων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι τα κενά διαμορφώνονται δυναμικά, γι’ αυτό και για όσα προκύπτουν στην πορεία, όπως κάθε χρόνο συμβαίνει, κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να καλύπτονται άμεσα. Έχουμε κάνει ήδη κοντά στις 45.000 προσλήψεις Αναπληρωτών Εκπαιδευτικών Γενικής Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής καθώς και Ειδικού Εκπαιδευτικού και Βοηθητικού Προσωπικού. Έχουμε καταλήξει, όμως, σε ένα συμπέρασμα. Ποιο είναι αυτό; Ο τρόπος αποτύπωσης των κενών, είναι ένας τρόπος που πρέπει να αλλάξει. Και θα τον αλλάξουμε. Αν δει κανείς την αναλογία των μαθητών με τους καθηγητές στην Ελλάδα, θα καταλάβει ότι η χώρα μας, έχει μία από τις καλύτερες αναλογίες στην Ευρώπη. Η αναλογία αυτή δεν δικαιολογεί την ύπαρξη τόσων κενών, όπως αυτά αποτυπώνονται».
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες αλλαγές στις οποίες θα προβεί το υπουργείο, για τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών, η κα. Μιχαηλίδου τόνισε:
«Για την επόμενη σχολική χρονιά, τον τρόπο καταγραφής των κενών, θα τον αλλάξουμε. Χρειαζόμαστε ένα καλύτερο σύστημα αποτύπωσης των εκπαιδευτικών αναγκών. Πώς θα το κάνουμε; Μέσω ενός κεντρικού συστήματος διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, με μια πλήρη αντικειμενική καταγραφή που θα επιταχύνει τις διαδικασίες και σαφώς θα μειώσει την ταλαιπωρία των παιδιών μας, των οικογενειών τους αλλά και των εκπαιδευτικών μας. Είναι πολύ σημαντικό ότι, εξαιρουμένης της Α” Δημοτικού, έχουμε καταγεγραμμένο τον μαθητικό πληθυσμό. Με το νέο ψηφιακό εργαλείο, θα μπορέσουμε να αποτυπώσουμε τις εκπαιδευτικές ανάγκες, όχι μόνο γρηγορότερα, αλλά και πιο αξιόπιστα με έναν τρόπο συστηματικό και τεκμηριωμένο. Θέλουμε το εκπαιδευτικό δυναμικό μας να συμβάλλει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εκεί που υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη κι αυτό να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ο οποίος θα δείχνει σεβασμό στην εκπαιδευτική κοινότητα κι όχι να απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς μας, την τελευταία στιγμή, να ενημερώνονται για το πού θα πάνε. Το σύστημα είναι υπό διαμόρφωση και θεωρούμε ότι στις αρχές της επόμενης χρονιάς θα είναι έτοιμο».
Τέλος, η υφυπουργός, μίλησε για ένα ακόμα πολυσυζητημένο ζήτημα, που δεν είναι άλλο από τις προσλήψεις ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία. Συγκεκριμένα, εξήγησε:
«Τα κρούσματα βίας κι εκφοβισμού στα σχολεία, παραμένουν πρόβλημα οξυμένο και ποιος μπορεί να διαφωνήσει ότι η ενεργή παρουσία ενός ειδικού είναι απολύτως απαραίτητη; Δεν κλείνουμε τα μάτια, έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες. Στελεχώνουμε τα σχολεία μας με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς κι εξασφαλίζουμε στα παιδιά ένα υγιές και συναισθηματικά ασφαλές σχολικό περιβάλλον. Θέλουμε να τα ενθαρρύνουμε να μιλούν σε ειδικούς, όταν το χρειάζονται. Προς την κατεύθυνση αυτή, μέσα σε τέσσερα χρόνια, διπλασιάσαμε τον αριθμό των ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών. Το 2019 ήταν 1.600 και σήμερα έχουμε 3.200 ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς δίπλα στα παιδιά μας, στους εκπαιδευτικούς και στους γονείς. Και συνεχίζουμε… Αυτό που κάνουμε τώρα στο Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων κι Αθλητισμού, είναι να καταρτίσουμε πρωτόκολλα με συγκεκριμένες αρμοδιότητες για τους ψυχολόγους και τους κοινωνικούς λειτουργούς, ώστε να ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν. Και μια μεγάλη αλλαγή που ετοιμάζουμε˙ οι σχολικοί ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί θα βλέπουν όλους τους μαθητές κι όλες τις μαθήτριες. Πρέπει να είναι μία κανονική, μια οριζόντια διαδικασία. Και μάλιστα να γίνεται αυτή η διαδικασία, χωρίς να έχει προηγηθεί η συναίνεση του γονέα. Διότι μπορεί ο γονέας να κακοποιεί και να μην δίνει την άδεια στο παιδί του να μιλήσει στον ειδικό. Ως Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ήρθα πολλές φορές, δυστυχώς, αντιμέτωπη με τέτοια περιστατικά. Προστατεύουμε και θωρακίζουμε την ασφάλεια των παιδιών μας. Δεν κάνουμε – και δεν κάνω – βήμα πίσω».
Από τη συνέντευξη στον κ. Κώστα Παναγιωτάκη και την Εφημερίδα Κοινωνική.