Πόσες φορές έχετε ακούσει ότι η άσκηση παίζει σημαντικό ρόλο και στη σωματική και αλλά στην ψυχική μας υγεία; Ότι μειώνει το άγχος και την κατάθλιψη; Φαντάζομαι πολλές. Ας δούμε όμως κάποιους μηχανισμούς με τους οποίους μπορεί να λειτουργεί και πως αυτοί μπορούν να επηρεάσουν το κίνητρο κάποιου για να γυμναστεί. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες που μπορούν να εξηγήσουν τον λόγο που η άσκηση επηρεάζει θετικά την ψυχική μας υγεία με την πιο διάσημη εκείνη της ενδορφίνης (The Endorphin Hypothesis) του Hoffmann (1997). Το μοντέλο αυτό συνδέεται με την αίσθηση ευφορίας που έχουν όσοι ασκούνται για μια συγκεκριμένη ώρα και σε μια ένταση και πάνω η οποία συνδέεται με την αύξηση των ορμονών στον εγκέφαλο που ονομάζονται ενδορφίνες και είναι τα φυσικά ‘παυσίπονα’ του οργανισμού. Στην ουσία, το μοντέλο αυτό μοιάζει με τη χρήση ουσιών και τον τρόπο που λειτουργεί ο εθισμός στις ναρκωτικές ουσίες με τη διαφορά ότι οι ορμόνες αυτές εκκρίνονται από τον ίδιο τον οργανισμό και δεν είναι εξωγενείς.
Άλλη μια θεωρία με βιολογικές βάσεις είναι η υπόθεση της Συμπαθητικής Διέγερσης (The Sympathetic ArousalHypothesis) των Thompson and Blanton (1987) που υποστηρίζει ότι η συχνή και επαναλαμβανόμενη άσκηση μειώνει τη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού μας συστήματος, το βασικό ρυθμό της καρδιάς και τη διέγερση του οργανισμού μας όταν βρίσκεται σε ηρεμία με αποτέλεσμα ένα καλύτερο καρδιαγγειακό σύστημα και περισσότερη χαλάρωση και ηρεμία.
Μια ακόμα θεωρία με ψυχολογικές όμως βάσεις είναι η Υπόθεση της Γνωσιακής Αξιολόγησης (The Cognitive AppraisalHypothesis) του Szabo (1995). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κάποιοι άνθρωποι ασκούνται για να ξεφύγουν από τις ψυχολογικές τους δυσκολίες, χρησιμοποιούν δηλαδή την άσκηση ως έναν μηχανισμό διαχείρισης του στρες που προσφέρει ανακούφιση. Έτσι όμως, καταλήγει να εξαρτάται η ψυχολογική τους διάθεση από αυτό καθώς δεν έχουν άλλους τρόπους διαχείρισης των συναισθημάτων τους, κι όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούν να γυμναστούν ή γυμνάζονται λιγότερο καταλήγουν να βιώνουν συναισθήματα άγχους, ενοχής, ευερεθιστότητας κ.α. Τα συμπτώματα αυτά ορίζονται ως συμπτώματα στέρησης (όπως γίνεται και με τον εθισμό στις ουσίες) και η αποφυγή αυτών των συμπτωμάτων είναι ένα κίνητρο για μη σταματήσει κάποιος να γυμνάζεται.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η επίδραση της άσκησης στην ψυχική μας υγεία είναι πιθανό να εξαρτάται και από βιολογικούς αλλά και από γνωστικούς παράγοντες – τον τρόπο δηλαδή που σκεφτόμαστε – κάτι που μπορεί να υποστηριχθεί και από την έρευνα των Ruby και άλλων (2011) στην οποία βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες απήλαυσαν την άσκησή τους περισσότερο απ’ όσο είχαν προβλέψει. Ακόμα, οι συμμετέχοντες εστίαζαν κυρίως στην αρχή μιας άσκησης όταν φαντάζονταν το πόσο μπορεί να ευχαριστηθούν ολόκληρη τη διαδικασία. Αυτό μπορεί να δείχνει ότι οι άνθρωποι ίσως να υποτιμούν το πόσο καλά θα νιώσουν κάνοντας γυμναστική εστιάζοντας στο ξεκίνημά της. Αλλάζοντας λοιπόν αυτή την σκέψη ίσως να ενισχύονταν και τα θετικά αποτελέσματα της άσκησης αλλά και το κίνητρο κάποιου να γυμναστεί.
Εφόσον λοιπόν η άσκηση μπορεί να επηρεάσει και σωματικά αλλά και ψυχολογικά, το κίνητρο για κάποιον να γυμναστεί μπορεί να σχετίζεται με πολλούς λόγους. Αναλυτικά, το σωματικό κίνητρο για άσκηση μπορεί να περιλαμβάνει την καλύτερη φυσική κατάσταση, ένα πιο υγιές και ωραίο σώμα, μεγαλύτερη δύναμη και αντοχή ή την απώλεια κιλών. Όλα αυτά όμως μπορεί να επηρεάσουν και ψυχολογικά κάποιον ανάλογα τις ανάγκες του – π.χ. να κάνει καινούριους φίλους – κάτι που μπορεί να ενισχύσει το κίνητρο να συνεχίζει. Ακόμα λοιπόν κι αν η άσκηση βοηθάει να νιώσουμε καλύτερα σε σωματικό επίπεδο, συνήθως υπάρχουν και ψυχολογικά οφέλη που συνδέονται με αυτό. Αντίθετα, εάν κάποιες ανάγκες που είχε δεν ικανοποιηθούν, αυτό μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά μειώνοντας έτσι το κίνητρο να συνεχίσει να γυμνάζεται (Bozarth, 1994). Τέλος, όπως αναφέρθηκε και στην θεωρία του Szabo (1995), πολλές φορές μπορεί κάποιος να γυμνάζεται όχι για να κερδίσει κάτι αλλά για να αποφύγει κάτι δυσάρεστο όπως το να νιώσει ενοχές εάν δεν το κάνει, με αποτέλεσμα όμως η διαδικασία κατά κάποιο να γίνεται υποχρεωτική και πιεστική (Bozarth, 1994, Szabo, 1995).
Συμπερασματικά, η άσκηση είναι πιθανό να λειτουργεί με διάφορους τρόπους είτε μέσω της βιολογίας μας είτε μέσω της ψυχολογίας μας αλλά και μέσω των δυο σε συνδυασμό. Το κίνητρο για κάποιον για να ξεκινήσει αλλά και να συνεχίσει να γυμνάζεται είναι πολυπαραγοντικό. Σημαντικά φαίνονται αυτά που αντιλαμβάνεται κάποιος να κερδίζει μέσω αυτής, όσα χάνει όταν δεν ασκείται αλλά και το βαθμό απόλαυσης και δυσκολίας τους οποίους κάποιος της αποδίδει. Ο τρόπος που σκεφτόμαστε δηλαδή για την άσκηση και το πόσα κρίνουμε ότι μας προσφέρει. Για άλλους το πιο σημαντικό μπορεί να είναι η φυσική κατάσταση και για άλλους η επαφή με άλλους ανθρώπους. Σκοπός είναι, ανάλογα τον κάθε άνθρωπο, να βρει ποιο είδος άσκησης θα του προσφέρει τα περισσότερα οφέλη, ποιο δηλαδή του ταιριάζει περισσότερο. Για άλλους είναι κάτι ομαδικό για άλλους κάτι ατομικό. Ωστόσο είναι σημαντικό να είμαστε συνειδητοποιημένοι σχετικά με τους λόγους που ασκούμαστε καθώς εάν οι λόγοι είναι πιο ‘καταναγκαστικοί’ ή είναι το μοναδικό μέσω αποφόρτισης αυτό μπορεί να καταλήξει σε περισσότερα δυσάρεστα συναισθήματα, σε τερματισμό αυτής ή αντίθετα σε εθισμό σε αυτήν.
Χασταλή – Σιταρά Μαρία
Ψυχολόγος
https://m.facebook.com/ChastaliSitaraMaria
ΠΗΓΕΣ
Bozarth, M. A. (1994). Pleasure systems in the brain. Pleasure: The politics and the reality, 5-14.
Hoffmann, P. (1997). The endorphin hypothesis. In W. P. Morgan (Ed.), Physical activity and mental health (pp. 163–177). Taylor & Francis.
Ruby, M. B., Dunn, E. W., Perrino, A., Gillis, R., & Viel, S. (2011). The invisible benefits of exercise. Health Psychology, 30(1), 67.
Szabo, A. (1995). The impact of exercise deprivation on well-being of habitual exercises. Australian Journal of Science and Medicine in Sport, 27(3), 68-75..
Thompson, J. K., & Blanton, P. (1987). Energy conservation and exercise dependence: a sympathetic arousal hypothesis. Medicine & Science in Sports & Exercise.