Τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο την ανάγκη να θέσουμε όρια στους άλλους αλλά και να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο αυτό επιτυγχάνεται. Ας ξεκινήσουμε με το τι είναι τα όρια, τι σημαίνει αυτό δηλαδή πρακτικά για εμάς και την σχέση μας με τους άλλους, είτε είναι φίλοι, συνάδελφοι, συγγενείς, σύντροφοι.
Τι είναι τα όρια
Σας έχει τύχει να κάνετε κάτι για κάποιον που είτε σας το ζήτησε είτε με κάποιον τρόπο το απαίτησε και μετά να νιώθετε θυμό, προδοσία, αδικία, απογοήτευση, κούραση σωματική ή και ψυχική; Ή να σας μιλάνε με συγκεκριμένο τρόπο ή λέξεις με τα οποία δε νιώθετε καλά; Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, δεν θέσατε τα όρια σας. Αυτό σημαίνει πως δεν επικοινωνήσατε στο άλλο πρόσωπο πως «εγώ μέχρι εκεί μπορώ, μέχρι εκεί φτάνω ή αυτό το θέλω κι αυτό όχι». Τα όρια λοιπόν μπορούμε να πούμε πως είναι κάποιοι άγραφοι κανόνες που επικοινωνούμε ή/και δείχνουμε στους άλλους, οι οποίοι ορίζουν μέχρι ποιο σημείο είμαστε εντάξει με μια κατάσταση. Είναι επίσης μια κοινωνική δεξιότητα η οποία μαθαίνεται και χρειάζεται να εφαρμοστεί στην πράξη, συνήθως σε βάθος χρόνου.
Υπάρχουν διάφορες σκέψεις γύρω από το θέμα των ορίων, όπως ότι θέτοντας όρια γινόμαστε «κακοί», «απειλητικοί», «εκδικητικοί» κ.α. Αυτό συμβαίνει διότι δεν θέλουμε να πληγώσουμε, απογοητεύσουμε ή στεναχωρήσουμε κάποιο άλλο πρόσωπο. Ακόμα, γιατί μπορεί να φοβόμαστε μην «τον χάσουμε» διότι δε θα μας αγαπάει πια. Στην πρώτη περίπτωση λοιπόν, επιλέγουμε να πιεστούμε, απογοητευτούμε, στεναχωρηθούμε, ή θυμώσουμε εμείς παρά να τα νιώσει αυτά ο άλλος. Έτσι, ζώντας μέσα σε μια διαρκή πίεση υπονομεύουμε την δική μας ψυχική υγεία και δεν διατηρούμε ουσιαστικές σχέσεις. Στις ουσιαστικές σχέσεις είμαστε αυθεντικοί και ειλικρινείς, κάτι που δεν συμβαίνει όταν δεν επικοινωνούμε τα όρια μας. Όσο για το αν θα «χάσουμε» τον άλλο άνθρωπο, θέλουμε πραγματικά κάποιον στη ζωή μας που δεν αναγνωρίζει τις δικές μας ανάγκες και θέλει πάντα να γίνεται το δικό του; Ή θέλουμε κάποιον με τον οποίο να μπορούμε να εκφραστούμε και να μας καταλάβει; Δεν σημαίνει λοιπόν πως αν βάλουμε τα όρια μας θα χάσουμε κάποιον αν νοιάζεται αληθινά για εμάς, κι αν αυτό συμβεί, τότε δεν μας ταίριαζε μια τέτοια σχέση.
Ποια είναι τα όρια μου;
Εάν δεν ξέρουμε ποια είναι τα όρια μας, μπορούμε να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε αρνητικά συναισθήματα στις σχέσεις μας όπως θυμό, άγχος, απειλή, πίεση. Ποια συμπεριφορά ήταν αυτή που με έκανε να νιώσω έτσι και τι μπορώ να αλλάξω. Ήταν κάτι που μου είπαν; Κάτι που δεν είμαι πρόθυμος/η να κάνω ή να δεχτώ; Για παράδειγμα, έστω ότι η μητέρα μου θέλει να μιλάμε δυο ώρες στο τηλέφωνο αλλά εγώ είτε έχω άλλες υποχρεώσεις είτε θέλω να βγω μια βόλτα, είτε εν πάση περιπτώσει δεν είμαι σε διάθεση να μιλήσω και δεν θέλω να συνεχίσω την κουβέντα αλλά δεν το επικοινωνώ και όσο περνάει η ώρα νιώθω πιεσμένη, αγχωμένη και θυμωμένη και με εκείνη που «δεν καταλαβαίνει» και με τον εαυτό μου που δεν βάζω το όριο ότι δεν θέλω να συνεχίσω.
Πως θέτω όρια;
Το επόμενο βήμα είναι επικοινωνήσουμε αυτό που θέλουμε με τρόπο που ναι μεν να είναι ευγενικός και ξεκάθαρος αλλά όχι επιθετικός και προσβλητικός απέναντι στον άλλον. Πρέπει επίσης να είναι σαφής και κατανοητός καθώς οι άλλοι δεν μπορούν να ξέρουν πως νιώθουμε ούτε να μαντέψουν, αφού κάθε άνθρωπος βιώνει διαφορετικά κάθε κατάσταση. Είναι σημαντικό στην οριοθέτηση να αναγνωρίσουμε την ανάγκη του άλλου ατόμου και να δείξουμε την κατανόησή μας. Παράδειγμα: «Καταλαβαίνω πως τώρα έχεις ανάγκη να μιλήσουμε, όμως εγώ δεν μπορώ αυτή τη στιγμή». Η πρώτη πρόταση λοιπόν ήταν η αναγνώριση της ανάγκης του άλλου και η δεύτερη η επικοινωνία της δικής μας ανάγκης και ορίων. Εναλλακτικά, μπορούμε να δώσουμε και μια επιλογή ως προς το πότε θα μιλήσουμε όπως «μπορώ όμως αργότερα/αύριο/την άλλη εβδομάδα κτλ».
Εάν θελήσουμε να οριοθετήσουμε τη συμπεριφορά κάποιου η οποία επιμένει συχνά παρόλο που έχουμε κάνει την παραπάνω διαδικασία κάποιες φορές, το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε είναι να επικοινωνήσουμε το συναίσθημά μας. Για παράδειγμα: «Όταν επιμένεις να μιλήσουμε στο τηλέφωνο ενώ σου είπα ότι δεν μπορώ, νιώθω αγχωμένη και πιεσμένη». Ο λόγος που εκφράζουμε πως νιώθουμε είναι αφενός γιατί κάποιος δε μπορεί να διαφωνήσει με το πώς νιώθω, έτσι νιώθω, και αφετέρου για να μπορέσει να καταλάβει πως ακριβώς επηρεάζομαι με τη συμπεριφορά του. Σημαντικό είναι να μην κατηγορούμε ή κριτικάρουμε, ειδικά τον άνθρωπο σε γενικό πλαίσιο π.χ. «είσαι πιεστικός», αλλά να δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο η συμπεριφορά του μας επηρεάζει κι όχι ο ίδιος σαν οντότητα. Αντίθετα, είναι σα να βάζουμε «ταμπέλα» σε κάποιον το οποίο θα δημιουργήσει μεγαλύτερη ένταση επειδή ο άλλος θα μπει σε θέση άμυνας ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Εάν έχουμε επικοινωνήσει τα συναισθήματά μας και παρόλ’ αυτά η συμπεριφορά του άλλου συνεχίζεται, μπορούμε να δώσουμε μια «λύση» κι έτσι να θέσουμε το όριό μας όπως: «εάν δεν κλείσουμε το τηλέφωνο, θα χρειαστεί να το κλείσω εγώ, ακόμα κι αν μιλάς». Την έκφραση του πως νιώθουμε αλλά και το τι επιθυμούμε να συμβεί ώστε να μην νιώθουμε με αυτό τον τρόπο μπορεί να χρειαστεί να το κάνουμε πολλές φορές για κάποιους ανθρώπους που δεν θα αποδεχθούν τα όριά μας με την πρώτη. Το κυριότερο είναι να εκφραζόμαστε με σταθερότητα, συνέπεια και αποφασιστικότητα σε αυτό που διεκδικούμε ώστε να μην καταλήξουμε να υποχωρήσουμε. Τα όρια μας πρέπει να είναι σαφή και ξεκάθαρα γιατί δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Θέλω αυτό ή μπορώ αυτό, τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει καμία κατανόηση παρά μόνο παραβίαση των ορίων μας, είναι πιθανό αυτή η σχέση να είναι τοξική για εμάς και να χρειάζεται να απομακρυνθούμε ή να κόψουμε κάθε επαφή.
Το να απαντήσουμε «όχι» σε κάτι που δεν θέλουμε είναι εντάξει, και δε χρειάζεται να δικαιολογηθούμε ή να εξηγήσουμε κάτι παραπάνω εάν δεν το θέλουμε, και σε καμία περίπτωση δε χρειάζεται να απολογηθούμε. Το να πούμε «όχι» δε σημαίνει ότι δε μας νοιάζει ο άλλος άνθρωπος αλλά ότι πρέπει να φροντίσουμε και τις δικές μας ανάγκες. Όλοι είμαστε άνθρωποι και όλοι έχουμε ανάγκες και όρια, άρα το να τα θέσουμε δε μας κάνει λιγότερο άξιους αγάπης. Στην αρχή θα είναι δύσκολο να τα εκφράσουμε με σωστό τρόπο, ειδικά όταν κάτι μας θυμώνει. Τότε αξίζει να θυμηθούμε πως είμαστε σε καλό δρόμο προς την αγάπη για τον εαυτό μας κι όχι να νιώθουμε ενοχές. Αν χρειαστεί αργότερα μπορούμε να ζητήσουμε συγγνώμη, όχι για το ότι εκφράσαμε αυτό που θέλαμε ή αυτό που δε θέλαμε αλλά για τον τρόπο με τον οποίο το κάναμε ο οποίος μπορεί για παράδειγμα να ήταν απότομος, ίσως λίγο επιθετικός ή προσβλητικός. Με την εξάσκηση όμως θα πρέπει να θυμόμαστε να σεβόμαστε τον απέναντι μας και να προσπαθούμε να γίνεται ο τρόπος μας όλο και λιγότερο επιβλαβής για τον άλλο άνθρωπο.
Τέλος, εάν θέλουμε, μπορούμε να ξεκινήσουμε βάζοντας όρια πιο μικρής κλίμακας σημαντικότητας στα πλαίσια της σχέσης και να τα εξελίξουμε στην πορεία ώστε ο φόβος της αλλαγής τους εαυτού μας, της σχέσης μας και της ζωής μας να μην είναι μεγάλος και ξαφνικός. Ναι, είναι αλλαγή ζωής και φόβος για το άγνωστο γιατί προσπαθούμε να βγούμε από το λεγόμενο «safe zone» μας (τη ζώνη άνεσής μας), κάτι δηλαδή που έχουμε συνηθίσει ως τώρα και ακόμα κι αν δεν μας καλύπτει, είναι το απάγκιο μας, αυτό ξέρουμε. Γι’ αυτό το λόγο είναι πιθανό να «γυρίσουμε πίσω» στο γνωστό μας λιμάνι, στην κατάσταση δηλαδή την οποία βρισκόμασταν πριν αρχίσουμε να θέτουμε όρια. Αυτό είναι φυσιολογικό και αναστρέψιμο. Θέλει υπομονή, επιμονή και χρόνο. Κι αν θεωρείς ότι αργείς, μην τιμωρήσεις τον εαυτό σου, αντ’ αυτού πάρε τον αγκαλιά και θύμισε του πως και μόνο που αναγνώρισες τι χρειάζεσαι να αλλάξεις και μπήκες σε αυτή τη διαδικασία, είσαι ένας πολύ δυνατός άνθρωπος. Και θα τα καταφέρεις.
Αντιδράσεις και αλλαγές
Κάποιοι άνθρωποι θα αποδεχθούν και θα κατανοήσουν τα καινούρια μας όρια και κάποιοι όχι. Κάποιοι λοιπόν μπορεί να αντιδράσουν με αρνητικό τρόπο όπως να πληγωθούν, να νιώσουν θυμό, ή ενόχληση, ακριβώς γιατί είχαν συνηθίσει αλλιώς από εμάς, να λαμβάνουν π.χ. την βοήθεια ή την διαθεσιμότητά μας άνευ όρων. Είναι πιθανό να μας είναι δύσκολο στην αρχή να αντιμετωπίσουμε και να δεχτούμε αυτή τους την αντίδραση και να νιώθουμε ενοχές. Όμως, είναι βασικό να κατανοήσουμε πως τα συναισθήματα των άλλων είναι δικά τους και δεν ευθυνόμαστε εμείς γι’ αυτά. Ειδικά αν είμαστε σταθεροί και συνεπείς στα όριά μας, θα προσαρμοστούν. Αν δεν είμαστε, θα θεωρούν πως μπορούν να παραβιάζουν τα όρια μας όποτε θέλουν, αφού στην ουσία το κάνουμε κι εμείς στον ίδιο μας τον εαυτό όταν την μια τα θέτουμε και την άλλη όχι.
Ακόμα ένα σημαντικό κομμάτι γύρω από το θέμα των ορίων είναι πως δεν μαθαίνουμε και ξεκινάμε να βάζουμε όρια για να αλλάξουμε τους γύρω μας. Αντίθετα, με τον τρόπο αυτό αλλάζουμε τη δική μας συμπεριφορά απέναντι στους άλλους καθώς μόνο τη δική μας συμπεριφορά και αντίδραση μπορούμε να ελέγξουμε και να αλλάξουμε, όχι των άλλων. Καθώς όμως μπαίνουνε καινούρια όρια με τον καιρό και μαθαίνουμε κι εμείς περισσότερο τον εαυτό μας, είναι πολύ πιθανό κάποιοι να προσαρμοστούν σε αυτά και συνεπώς να αλλάξει και η δυναμική της σχέσης. Όχι οι άλλοι, αλλά ενδεχομένως κάποιες από τις συμπεριφορές τους, τις οποίες πλέον δεν θα δεχόμαστε και ανεχόμαστε.
Τι κερδίζω;
Θέτοντας όρια λοιπόν και επικοινωνώντας τις δικές μας ανάγκες και θέλω, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να δημιουργήσουμε μια σχέση επί ίσοις όροις με ισορροπία, αμοιβαία κατανόηση, σεβασμό και ειλικρίνεια. Είμαστε αυθεντικοί και οι σχέσεις χτίζονται σε ένα υγιές πλαίσιο. Μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας, τον φροντίζουμε, επικοινωνούμε καλύτερα με τους άλλους και αποκτούμε ενσυναίσθηση, να καταλαβαίνουμε δηλαδή και τα συναισθήματα των άλλων, να «μπαίνουμε στη θέση τους», κάτι που είναι επίσης βασικό για μια υγιή και αυθεντική, ποιοτική σχέση. Προσέχουμε και σεβόμαστε τον εαυτό μας κι όχι μόνο τους άλλους κάτι που είναι πολύ πιθανό να κάνει έτσι και τους άλλους να μας σέβονται περισσότερο και νιώθουμε την ικανοποίηση ότι «ακουγόμαστε» και μας φροντίζουν. Όπως όμως είναι σημαντικό να σέβονται οι άλλοι τα όρια μας, έτσι είναι σημαντικό να σεβόμαστε κι εμείς τα δικά τους.
Αν αναλογιστούμε όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουμε όταν δεν θέτουμε όρια, τότε όταν αυτό συμβεί, μειώνονται κατά πολύ και τα αρνητικά συναισθήματα και οι αρνητικές σκέψεις με αποτέλεσμα να νιώθουμε πιο ελεύθεροι. Αυτό γίνεται διότι αποδεχόμαστε τις ανάγκες μας και τις καλύπτουμε. Αν πάρουμε το παράδειγμα με το τηλεφώνημα, μπορεί η ανάγκη μου να ήταν να κοιμηθώ κι όχι να μιλήσω. Όσο δεν το εκφράζω στον άλλο πιέζομαι, κουράζομαι ακόμα περισσότερο και στο τέλος με πιάνει πονοκέφαλος. Αν όμως τελικά εκφραστώ και κλείσω το τηλέφωνο και κοιμηθώ, θα αποφύγω τον πονοκέφαλο και θα είμαι πιο ξεκούραστος σωματικά, ψυχικά και πνευματικά ώστε είτε να ολοκληρώσω τις υποχρεώσεις μου, είτε να ξεσκάσω, είτε να σταθώ σε κάποιον άλλο που μπορεί να το χρειάζεται, κτλ.
Και λέγοντας αυτά, συνειδητοποιούμε ότι έτσι βελτιώνουμε την ψυχική, πνευματική και σωματική μας υγεία, κάτι που δε θα μπορούσαμε να κάνουμε αν αφιερώναμε όλο μας το χρόνο και την ενέργεια στις ανάγκες των άλλων. Ακόμα, με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε καλύτεροι στις σχέσεις μας με τους άλλους γιατί «έχουμε γεμάτες τις μπαταρίες μας» και ο χρόνος και η ενέργεια που αφιερώνουμε στους άλλους είναι πιο ποιοτικά. Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο των σχέσεων κάνουμε πλέον τις δικές μας επιλογές και όχι μόνο ό,τι θέλουν οι άλλοι, βιώνοντας λιγότερη ή και καθόλου πίεση με αποτέλεσμα να μην γινόμαστε επιθετικοί απέναντι τους ή να ξεσπάμε σε ανύποπτο χρόνο. Κάτι το οποίο αντί να φέρνει δυο ανθρώπους κοντά, τους απομακρύνει. Τέλος, όταν δεις τα αποτελέσματα στη ζωή σου θέτοντας τα όριά σου, είναι πιο πιθανό να κατανοήσεις και να αποδεχτείς και τα όρια των άλλων, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό είναι αυτό για εκείνους, κι έτσι να διατηρήσεις πιο υγιείς σχέσεις.
Χασταλή – Σιταρά Μαρία
Ψυχολόγος/Ψυχοθεραπεύτρια
https://m.facebook.com/ChastaliSitaraMaria